- ἀτράπεζος
- ἀτράπεζος [ρᾰ], ον, ([etym.] τράπεζα)A unsocial, Man.4.563.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ατράπεζος — ἀτράπεζος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει τραπέζι 2. ο ακοινώνητος … Dictionary of Greek
ἀτράπεζος — unsocial masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek